- οἰστροῦμαι
- οἰστράωsting.pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic)οἰστρέωsting.pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοιστρούμαι — κατοιστροῡμαι, έομαι (Α) έχω καταληφθεί από οίστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + οἰστροῦμαι «καταλαμβάνομαι από οίστρο»] … Dictionary of Greek
οιστρώ — οἰστρῶ, άω και έω (ΑΜ, Α εσφ. γρφ. οἰστρῶ, όω) [οίστρος] (για τον οίστρο) ταράζω τα ζώα με το τσίμπημα ή, απλώς, με τον βόμβο που κάνω, προκαλώ οίστρωση αρχ. 1. επιφέρω μανία σε κάποιον, ερεθίζω («τοιγάρ νιν αὐτάς ἐκ δόμων ᾤστρησ ἐγὼ μανίαις»,… … Dictionary of Greek